Μέσα στο χάος υπήρχε ο αιώνιος Θεός.Ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό, τ΄αστέρια, τη γη, τα ζώα, τα φυτά, τους ανθρώπους, τους αγγέλους, τον πνευματικό κόσμο.Όλα αυτά τα δημιούργησε με ένα Λόγο που περιείχε άπειρη σοφία.σε εξι μεγάλα χρονικά διαστήματα (έξι μέρες). Είπε να γίνει φως!Είπε να γίνει ο ουρανός και τη γη.Είπε να χωριστούν τα νερά από τη στεριά. Είπε και βλάστησαν στην ξηρά δένδρα και φυτά. Μετά είπε κι έγιναν τ' αστέρια. Μετά είπε να γίνουν τα ζώα της θαλάσσης και τα πουλιά του ουρανού. Μετά είπε και έγιναν τα ζώα της ξηράς.Μετά πήρε χώμα και έκανε το σώμα του ανθρώπου και φύσηξε στο πρόσωπό του τη θεία πνοή Του και έδωσε σε αυτό ζωή και αθάνατη ψυχή. Του έδωσε νού και ομιλία. Τον έκανε ικανό να αισθάνεται και να σκέπτεται. Έτσι ο Θεός έπλασε τον πρώτο άνθρωπο από σώμα και ψυχή. Τον ονόμασε Αδάμ δηλαδή χωματένιο. Για να μην είναι ο Αδάμ μόνος σκέφθηκε ο Θεός να του δώσει και σύντροφο. Τότε από μια πλευρά του Αδάμ δημιούργησε τη γυναίκα, σύντροφο της ζωής του. Δεν προέρχεται από το πλευρό του, αλλά από μια πλευρά της διάστασης του Αδάμ σαν τελειότερο πλάσμα μέσα στην δημιουργία του. Την ονόμασε Εύα δηλαδή Ζωή...... Κατόπιν ο Θεός ευλόγησε αυτούς τους ανθρώπους να
πληθαίνουν και να εξουσιάζουν όλη τη γη. Ο Αδάμ και η Εύα λέγονται
πρωτόπλαστοι γιατί ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που πλάστηκαν στη
γη.Ονομάζονται και προπάτορες γιατί από αυτούς κατάγονται όλοι οι
άνθρωποι. Την έβδομη μέρα ο Θεός ευχαριστημένος για όλα για την τελειότητά τους και την ωραιότητα τους αναπαύθηκε. Περισσότερο από όλα τα πλάσματά του αγαπούσε τον Αδάμ και την Εύα. Γι αυτό φρόντισε ξεχωριστά για την τροφή και την κατοικία τους. Τους έβαλε να κατοικήσουν στον Παράδεισο που ήταν ένας μεγάλος και πανέμορφος κήπος ανάμεσα στα ποτάμια Τίγρη και Ευφράτη της Μεσοποταμίας. Στον απέραντο αυτό κήπο ζούσαν ήσυχα, μικρά και μεγάλα ζώα. Πολύχρωμα πουλιά πετούσαν εδώ, εκεί ολημερίς και σκόρπιζαν γλυκιές μελωδίες.Πυκνόφυλλα δέντρα ήταν φορτωμένα με άφθονους καρπούς. Πολύχρωμα φυτά και λουλούδια σκορπούσαν γλυκιές ευωδιές. Τον απέραντο αυτό κήπο διέσχιζαν ήσυχα ποταμάκια και τον πότιζαν με τα κρυστάλλινα νερά τους. Στο θαυμάσιο αυτό κήπο οι πρωτόπλαστοι ζούσαν ευτυχισμένοι. Τίποτε δεν τους έλλειπε. Όλα ήταν στη διάθεσή τους και τα ζώα και τα δέντρα με τους όμορφους και θρεπτικούς καρπούς τους. 'Οταν ο Θεός έβαλε τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο είπε στον Αδαμ: - Από τους καρπούς κάθε δέντρου του παραδείσου να τρώτε, μόνο από τους καρπούς του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού να μη φάτε. Αυτή την εντολή τους έδωσε ο Θεός ίσως για να τους δοκιμάσει, αν θα υπάκουαν σ΄αυτόν. -Αν, δε με ακούσετε και φάτε από τους καρπούς του δέντρου αυτού, θα σας βρεί μεγάλη συμφορά, θα φύγετε αμέσως από τον παράδεισο, θα χαλάσετε τη χαρά και την αιώνια ευτυχία που έχετε τώρα εδώ και θα πεθάνετε. Αυτή την εντολή έδωσε ο καλός πατέρας και τους άφησε να ζήσουν ελεύθεροι στον παράδεισο. Οι πρωτόπλαστοι είχαν στον παράδεισο όλα τα καλά του κόσμου χωρίς κόπο. Ζούσαν εκεί μέσα ξέγνοιαστοι καλλιεργώντας τη γη και απολάμβαναν κάθε χαρά. Τηρούσαν την εντολή του Θεού. Δυστυχώς όμως η ξένοιαστη αυτή και ήσυχη ζωή δεν κράτησε πολύ. Ο διάβολος ζήλεψε την ευτυχία τους και έβαλε στο νου του να τους κάνει κακό, να τους σπρώξει στην παρακοή. Μια μέρα λοιπόν, που η Εύα έκανε τον περίπατό της ο διάβολος χρησιμοποίησε το φίδι για όργανό του και μόλις η Εύα πλησίασε τη ρωτά με προσποιητό ενδιαφέρον : -Αλήθεια, Εύα, σας απαγόρευσε ο θεός να τρώτε από τους καρπούς που είναι στον κήπο? - Όχι, απάντησε η Εύα. Από όλους τους καρπούς μπορούμε να φάμε, εκτός μόνο από τους καρπούς του δέντρου που είναι στη μέση του κήπου. Αν φάμε από αυτόν, θα πεθάνουμε, είπε ο Θεός. - Μα αυτό, είναι το δέντρο που θα σας κάνει σοφούς είπε το φίδι. Όχι μόνο δεν θα πεθάνετε, αλλά θα γίνεται κι εσείς Θεοί. Η Εύα δυστυχώς πίστεψε στα ψεύτικα λόγια του φιδιού. Κοίταξε με περιέργεια τους καρπούς του δέντρου. Άπλωσε το χέρι της, έκοψε ένα καρπό και έφαγε. ΄Υστερα έδωσε και στον Αδάμ και έφαγε κι εκείνος... Μόλις όμως ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν από τον καρπό, κατάλαβαν πόσο μεγάλο κακό έκαναν. Βαριά πίκρα και τρομερή θλίψη τους πίεζε. Όταν δε άρχισε να βραδιάζει τους έπιασε φόβος. Πως θα αντίκριζαν το Θεό! Σε λίγο ακούστηκε ο Θεός που περπατούσε στον παράδεισο όπως πάντα. Ο Αδάμ και η Εύα, αντί να πάνε να τον υποδεχθούν, όπως άλλοτε, τώρα ντροπιασμένοι και δυστυχισμένοι κρύφτηκαν πίσω από τα δέντρα.-Που είσαι Αδάμ? φώναξε με αγάπη ο Θεός.- Άκουσα τη φωνή σου Κύριε, είπε τρομαγμένος ο Αδάμ, φοβήθηκα και έτρεξα να κρυφτώ. -Γιατί φοβήθηκες? ρώτησε ο Θεός. Μήπως έφαγες από τον απαγορευμένο καρπό? Ο Αδάμ προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του και είπε: Δε φταίω εγώ. Η γυναίκα που μου έδωσες, μου πρόσφερε κι έφαγα. -Γιατί έφαγες από αυτό τον καρπό? είπε ο Θεός στην Εύα.- Κύριε, το φίδι με ξεγέλασε κι έφαγα, είπε φοβισμένη η Εύα. Ο Θεός λυπήθηκε γιατί ο Αδάμ και η Εύα δεν τον άκουσαν. Τους είπε ότι δεν μπορούν να ζουν πιά στον ωραίο αυτό κήπο. Έπρεπε να φύγουν, να εργάζονται βαριά για να καλλιεργούν τη γη. Να κερδίζουν με ιδρώτα την καθημερινή τους τροφή. Η Εύα με πόνο να φέρνει στον κόσμο τα παιδιά της. Σε λίγο ήταν έξω από τον Παραδεισο. Κατάλαβαν ότι είχαν χάσει αυτή την ευτυχισμένη ζωή τους γιατί παράκουσαν την εντολή του Θεού. Συχνά θυμούνταν πόσο όμορφα περνούσαν στον παράδεισο κι έκλαιγαν απαρηγόρητα. Όμως ο πανάγαθος και δίκαιος Θεός δεν έπαψε να αγαπάει τα πλάσματά του, τους ανθρώπους.Δεν τους άφησε απροστάτευτους. Από την πρώτη στιγμή σχεδίασε τη σωτηρία τους. Απάλυνε τον πόνο τους με την υπόσχεση που τους έδωσε ότι θα στείλει τον Κύριο Ιησού Χριστό που θα είναι ο Λυτρωτής του Κόσμου. Αυτή η πρώτη υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στους πρωτόπλαστους λέγεται πρωτοευαγγέλιο. Αυτή φανερώνει τη μεγάλη Του αγάπη στον άνθρωπο. Με την παρήγορη αυτή ελπίδα ο Αδάμ και η Εύα πήραν θάρρος και άρχισαν τη νέα δύσκολη ζωή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου